διαμερίσῃ

διαμερίσῃ
διαμερίσηι , διαμέρισις
fem dat sg (epic)
διαμερίζω
divide
aor subj mid 2nd sg
διαμερίζω
divide
aor subj act 3rd sg
διαμερίζω
divide
fut ind mid 2nd sg
διαμερίζω
divide
aor subj mid 2nd sg
διαμερίζω
divide
aor subj act 3rd sg
διαμερίζω
divide
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πολικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πόλους τής γήινης σφαίρας ή ο σχετικός με τους πόλους 2. ο σχετικός με τους πόλους μαγνήτη ή ηλεκτρικής στήλης 3. όρος που χρησιμοποιείται στη φυσικοχημεία για να χαρακτηρίσει τα μόρια τα οποία δρουν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”